Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εἰς ἄρχοντα

См. также в других словарях:

  • χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

  • λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»